ονείρεμα

ονείρεμα
το [ονειρεύομαι]
1. το να ονειρεύεται κάποιος
2. οπτασία, όραμα ονειροπόλημα («τής νυχτός ηλιόφεγγο κι ονείρεμα τής μέρας», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”